παρατατικός — extending masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικός — ή, ό / παρατατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός γραμμ. παράγωγος από το θέμα τού ενεστώτα χρόνος τού ρήματος, ο οποίος ως προς… … Dictionary of Greek
παρατατικά — παρατατικός extending neut nom/voc/acc pl παρατατικά̱ , παρατατικός extending fem nom/voc/acc dual παρατατικά̱ , παρατατικός extending fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικῶν — παρατατικός extending fem gen pl παρατατικός extending masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικόν — παρατατικός extending masc acc sg παρατατικός extending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικαῖς — παρατατικός extending fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικοῖς — παρατατικός extending masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικοί — παρατατικός extending masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικοῦ — παρατατικός extending masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικούς — παρατατικός extending masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)