παρατατικός

παρατατικός
-ή, -ό
1. αυτός που συντελεί στην παράταση, αυτός που παρατείνει.
2. το αρσ. ως ουσ., χρόνος ρήματος που δηλώνει πράξη διαρκή στο παρελθόν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρατατικός — extending masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικός — ή, ό / παρατατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός γραμμ. παράγωγος από το θέμα τού ενεστώτα χρόνος τού ρήματος, ο οποίος ως προς… …   Dictionary of Greek

  • παρατατικά — παρατατικός extending neut nom/voc/acc pl παρατατικά̱ , παρατατικός extending fem nom/voc/acc dual παρατατικά̱ , παρατατικός extending fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικῶν — παρατατικός extending fem gen pl παρατατικός extending masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικόν — παρατατικός extending masc acc sg παρατατικός extending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικαῖς — παρατατικός extending fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικοῖς — παρατατικός extending masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικοί — παρατατικός extending masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικοῦ — παρατατικός extending masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικούς — παρατατικός extending masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”